γεωσύγκλινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεωσύγκλινο ουδέτερο
- λωρίδα, ζώνη ή επιμήκης "λεκάνη" στα περιθώρια των ηπείρων της γης που δέχεται ιζήματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεωσύγκλινο