γκαβωμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαβωμάρα | οι | γκαβωμάρες |
γενική | της | γκαβωμάρας | — | |
αιτιατική | την | γκαβωμάρα | τις | γκαβωμάρες |
κλητική | γκαβωμάρα | γκαβωμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαβωμάρα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γκαβός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαβωμάρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- γκαβωμάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας