γλωσσίτικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλωσσίτικο τα γλωσσίτικα
      γενική του γλωσσίτικου των γλωσσίτικων
    αιτιατική το γλωσσίτικο τα γλωσσίτικα
     κλητική γλωσσίτικο γλωσσίτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωσσίτικο < Γλώσσα (Σκοπέλου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλωσσίτικο ουδέτερο

  • εξαφανισμένη ράτσα προβάτου ενδημικού της Σκοπέλου

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η ονομασία προέρχεται από το χωριό Γλώσσα στη βόρεια Σκόπελο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]