γλωσσοτρώγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣlo.soˈtɾo.ɣo/
Ρήμα[επεξεργασία]
γλωσσοτρώγω
- μιλώ φθονερά για κάποιον και ζηλεύω την καλή του τύχη ή τις επιτυχίες του και ως εκ τούτου τον γρουσουζεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγλωσσοφάγωτος
- γλωσσοφαγιά
- γλωσσοφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις γλώσσα και τρώω