γλωσσοφαγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλωσσοφαγωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γλωσσοτρώγω
Μετοχή[επεξεργασία]
γλωσσοφαγωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν γλωσσοφάει, τον έχουν κακολογήσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλωσσοφαγωμένος
|