γοδέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γοδέρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
γοδέρω
- (ιδιωματικό) ευημερώ, απολαμβάνω τα αγαθά της ζωής
- (ιδιωματικό) καλοπερνώ
- (ιδιωματικό) σπαταλώ άσκοπα περιουσία
- (ιδιωματικό) μοιχεύω
- (ιδιωματικό) παρατηρώ
- (ιδιωματικό) μου αρέσει κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γοδέρω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- γοδέρω - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.