διαμπερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διαμπερές (γενική εν. διαμπερούς)


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμπερές < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

διαμπερές

  1. (για τόπο) πέρα ως πέρα, από τη μία άκρη ως την άλλη
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 380 (380-381)
    τοῦτο διαμπερὲς οὖς | ἵκεθ᾽ ἅπερ τε βέλος.
    Αυτός σου ο λόγος χτύπησε στ᾽ αυτί | σα βέλος που τρυπά πέρα για πέρα.
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. αδιάλειπτα, συνεχόμενα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 88 (87-88)
    ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη | ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
    Μπήκαμε τότε σε λιμάνι εξαίσιο, που το κυκλώνουν | κι απ᾽ τις δυο μεριές οι βράχοι, από τη μια ως την άλλην άκρη·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (για χρόνο) αδιάκοπα, αιωνίως, πάντοτε
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 70 (69-71)
    ἐκ τοῦ δ᾽ ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν | αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ Ἀχαιοὶ | Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν Ἀθηναίης διὰ βουλάς.
    κατόπι εγώ τους Αχαιούς θα κάμω από τα πλοία | τους Τρώας αδιάκοπα να διώχνουν στην πεδιάδα | ώσπου να πάρουν, με βουλήν της Αθηνάς, την Τροίαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 245 (244-245)
    ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν | Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξέτι πατρῶν.
    θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια | έργα ο Δίας μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια των πατέρων μας, αδιάκοπα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]