διασπείρομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.aˈspi.ɾo.me/ (παλιότερα, στην καθαρεύουσα)
ΔΦΑ : /ði̯aˈspi.ɾo.me/ & /ðʝaˈspi.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σπεί‐ρο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διασπείρομαι, στ.μέλλ.: θα διασπαρώ, π.αόρ.: διασπάρθηκα/διεσπάρην, μτχ.π.π.: διασπαρμένος/διεσπαρμένος, (ενεργ.: διασπείρω)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

διασπείρομαι