δυσπροσαρμοστία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπροσαρμοστία οι δυσπροσαρμοστίες
      γενική της δυσπροσαρμοστίας των δυσπροσαρμοστιών
    αιτιατική τη δυσπροσαρμοστία τις δυσπροσαρμοστίες
     κλητική δυσπροσαρμοστία δυσπροσαρμοστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσπροσαρμοστία < δυσπροσάρμοστος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσπροσαρμοστία θηλυκό

  1. (ιατρική) ψυχολογική πάθηση, κατα την οποία το άτομο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο κοινωνικό του περιβάλλον
    τελικά διέγνωσαν "δυσπροσαρμοστία επί ανωρίμου ατόμου", και του έδωσαν αναβολή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]