δυσπροσαρμοστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπροσαρμοστία < δυσπροσάρμοστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσπροσαρμοστία θηλυκό
- (ιατρική) ψυχολογική πάθηση, κατα την οποία το άτομο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο κοινωνικό του περιβάλλον
- τελικά διέγνωσαν "δυσπροσαρμοστία επί ανωρίμου ατόμου", και του έδωσαν αναβολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπροσαρμοστία
|