δωδεκαδακτυλοπαγκρεατεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δωδεκαδακτυλοπαγκρεατεκτομή < δωδεκαδάκτυλο + παγκρεατεκτομή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δωδεκαδακτυλοπαγκρεατεκτομή θηλυκό
- (ιατρική): χειρουργική αφαίρεση μερική ή ολική δωδεκαδακτύλου και παγκρέατος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωδεκαδακτυλοπαγκρεατεκτομή
|