εισαγωγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]εισαγωγικά < εισαγωγικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εισαγωγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- σημείο στίξης (« »)· ανάμεσα σε εισαγωγικά εισάγεται-μπαίνει τμήμα κειμένου που αποδίδει ακριβώς τα λόγια ενός προσώπου ή τμήμα κειμένου άλλου συγγραφέα ή λέξη που χρησιμοποιείται μη κυριολεκτικά ή ειρωνικά
- Τα ελληνικά εισαγωγικά διαφέρουν από τα νεολατινικά, όμως έχουν συνήθως δύσκολη πληκτρολογική συντόμευση και στατιστικά χρησιμοποιούνται λιγότερο από τους ελληνόφωνους δακτυλογραφικά αλλά λόγω συνήθειας συχνά και γραπτά.
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]- σπαραγμίδες (οι οποίες περικλείουν ένα σπάραγμα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εισαγωγικά
Επίρρημα
[επεξεργασία]εισαγωγικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εισαγωγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εισαγωγικό