εκκοκκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκοκκίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκκοκκίζω < ἐκ + κόκκος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική égrener)
Ρήμα[επεξεργασία]
εκκοκκίζω
- διαχωρίζω τους σπόρους ενός φυτικού καρπού βγάζοντας το περίβλημά τους
- Αγοράζουμε το βαμβάκι από τους αγρότες, το εκκοκκίζουμε και το καθαρίζουμε από κάθε ξένη ύλη.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκκόκκιση
- εκκοκκισμός
- εκκοκκιστήριο
- εκκοκκιστικός
- → δείτε τη λέξη κόκκος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκοκκίζω | εκκόκκιζα | θα εκκοκκίζω | να εκκοκκίζω | εκκοκκίζοντας | |
β' ενικ. | εκκοκκίζεις | εκκόκκιζες | θα εκκοκκίζεις | να εκκοκκίζεις | εκκόκκιζε | |
γ' ενικ. | εκκοκκίζει | εκκόκκιζε | θα εκκοκκίζει | να εκκοκκίζει | ||
α' πληθ. | εκκοκκίζουμε | εκκοκκίζαμε | θα εκκοκκίζουμε | να εκκοκκίζουμε | ||
β' πληθ. | εκκοκκίζετε | εκκοκκίζατε | θα εκκοκκίζετε | να εκκοκκίζετε | εκκοκκίζετε | |
γ' πληθ. | εκκοκκίζουν(ε) | εκκόκκιζαν εκκοκκίζαν(ε) |
θα εκκοκκίζουν(ε) | να εκκοκκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκόκκισα | θα εκκοκκίσω | να εκκοκκίσω | εκκοκκίσει | ||
β' ενικ. | εκκόκκισες | θα εκκοκκίσεις | να εκκοκκίσεις | εκκόκκισε | ||
γ' ενικ. | εκκόκκισε | θα εκκοκκίσει | να εκκοκκίσει | |||
α' πληθ. | εκκοκκίσαμε | θα εκκοκκίσουμε | να εκκοκκίσουμε | |||
β' πληθ. | εκκοκκίσατε | θα εκκοκκίσετε | να εκκοκκίσετε | εκκοκκίστε | ||
γ' πληθ. | εκκόκκισαν εκκοκκίσαν(ε) |
θα εκκοκκίσουν(ε) | να εκκοκκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκκοκκίσει | είχα εκκοκκίσει | θα έχω εκκοκκίσει | να έχω εκκοκκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκκοκκίσει | είχες εκκοκκίσει | θα έχεις εκκοκκίσει | να έχεις εκκοκκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκκοκκίσει | είχε εκκοκκίσει | θα έχει εκκοκκίσει | να έχει εκκοκκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκοκκίσει | είχαμε εκκοκκίσει | θα έχουμε εκκοκκίσει | να έχουμε εκκοκκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκκοκκίσει | είχατε εκκοκκίσει | θα έχετε εκκοκκίσει | να έχετε εκκοκκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκοκκίσει | είχαν εκκοκκίσει | θα έχουν εκκοκκίσει | να έχουν εκκοκκίσει |
|