εκπλειστηριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπλειστηριάζω < εκ- + πλειστηριάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκπλειστηριάζω (παθητική φωνή: εκπλειστηριάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]