ελάσσονα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ελασσόνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ελάσσονα

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του ελάσσων / ελάσσονας
    → δείτε και τον τύπο ελάσσονος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ελάσσων / ελάσσονα
    → δείτε και τον τύπο ελάσσονος
  3. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (έλλασον) του ελάσσων