εντεροκινάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντεροκινάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterokinase < αρχαία ελληνική ἔντερον + κινέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντεροκινάση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που εκκρίνεται από τον ανώτερο εντερικό βλεννογόνο και συμβάλει στη δημιουργία θρυψίνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντεροκινάση
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)