εν εφεδρεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν εφεδρεία < (καθαρεύουσα) ἐν ἐφεδρείᾳ (δοτική ενικού του ἐφεδρεία) → δείτε τις λέξεις εν και εφεδρεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν εφεδρεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν εφεδρεία
|