εν σχέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν σχέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, σχέσει (δοτική ενικού του σχέσις) → δείτε τις λέξεις εν και σχέση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν σχέσει

  • (λόγιο) σε σχέση, σχετικά, σε σύγκριση
    η γενική διάκριση των πλοίων γίνεται εν σχέσει με τον φορέα τους, ή τον σκοπό εξυπηρέτησής τους.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]