εν συγκρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν συγκρίσει < (καθαρεύουσα) ἐν, συγκρίσει (δοτική ενικού του σύγκρισις) → δείτε τις λέξεις εν και σύγκριση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν συγκρίσει
- (λόγιο) σε σύγκριση με κάτι, ή προς κάτι σχετικό.
- ↪ Σε επιτυχείς κατασβέσεις πυρκαγιάς οι τυχόν απώλειες αγαθών εν συγκρίσει με διασωθέντα κρίνονται πάντα αμελητέες.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν συγκρίσει
|