εν υπνώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν υπνώσει < εν + καθαρεύουσα ὑπνώσει < ὕπνωσις < αρχαία ελληνική ὑπνώσσω / ὑπνώττω < ὕπνος
Έκφραση[επεξεργασία]
εν υπνώσει
- (λόγιο) σε ύπνωση, σε αδράνεια, σε νάρκωση, υπνωτισμένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν υπνώσει
|