επί το έργον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
επί το έργον
- σε ώρα εργασίας / δραστηριότητας, κατά τη διάρκειά τους, στην πραγματοποίησή τους