επαναξήρανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναξήρανση | οι | επαναξηράνσεις |
γενική | της | επαναξήρανσης* | των | επαναξηράνσεων |
αιτιατική | την | επαναξήρανση | τις | επαναξηράνσεις |
κλητική | επαναξήρανση | επαναξηράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναξηράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναξήρανση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναξήρανση
|