ιζηματογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ιζηματογένεια < ίζημα + -γένεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιζηματογένεια θηλυκό
- (σπάνιο, γεωλογία) → δείτε τη λέξη ιζηματογένεση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιζηματογένεια
|