καθαυτόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθαυτόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὑτὸς καθ᾿ αὑτόν
Αντωνυμία
[επεξεργασία]καθαυτόν, -ήν, -ό
- (λόγιο, εμφατικό) αυτός ο ίδιος, για να αντιμετωπισθεί κάτι μεμονωμένα· χρησιμοποιείται με την προσωπική αντωνυμία (αυτός) μπροστά
- ⮡ Αυτός καθαυτόν ο άνθρωπος μας απασχολεί.
- ⮡ Προς το παρόν τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών καθαυτές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά η συνομιλία αναμεταξύ των δύο χωρών.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η πρόθεση κατά (καθ᾿ προ δασείας), συντάσσεται με αιτιατική όταν δηλώνει επιμερισμό· ως εκ τούτου είναι εσφαλμένες οι χρήσεις καθαυτός, καθαυτού και καθαυτό (για το αρσενικό και θηλυκό)[1] → δείτε το επίρρημα καθαυτό που έχει επίσης τις μορφές καθαυτού, καθεαυτό και καθεαυτού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Αριθμός | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Γένος | Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο |
Ονομαστική | αυτός καθαυτόν | αυτή καθαυτήν | αυτό καθαυτό | αυτοί καθαυτούς | αυτές καθαυτές | αυτά καθαυτά |
Γενική | αυτού καθαυτόν | αυτής καθαυτήν | αυτού καθαυτό | αυτών καθαυτούς | αυτών καθαυτές | αυτών καθαυτά |
Αιτιατική | αυτόν καθαυτόν | αυτήν καθαυτήν | αυτό καθαυτό | αυτούς καθαυτούς | αυτές καθαυτές | αυτά καθαυτά |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθαυτόν
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- καθαυτόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)