καλωσορίσατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλωσορίσατε! < β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής αορίστου του καλωσορίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.lo.soˈɾi.sa.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λω‐σο‐ρί‐σα‐τε

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

καλωσορίσατε! (πληθυντικός)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αν υπάρχει η ευχή στον ενικό → δείτε τη λέξη καλωσόρισες

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καλωσορίσατε