καρουζέλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
καρουζέλ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρουζέλ < γαλλική carrousel < ιταλική carosello < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *k̑ers- (τρέχω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρουζέλ ουδέτερο άκλιτο

  1. κυκλική περιστρεφόμενη κατασκευή με θέσεις που έχουν μορφή ζώου (π.χ. αλογάκι). Τοποθετούνται σε λούνα παρκ ή πανηγύρια, προς τέρψη και διασκέδαση μικρών παιδιών.
  2. μηχανισμός κυλιόμενης παραλαβής αποσκευών στα αεροδρόμια

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]