καταβολίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβολίζω < αγγλική catabolize + -ίζω < αρχαία ελληνική καταβολή < καταβάλω < κατά + βάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταβολίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβολίζω | καταβόλιζα | θα καταβολίζω | να καταβολίζω | καταβολίζοντας | |
β' ενικ. | καταβολίζεις | καταβόλιζες | θα καταβολίζεις | να καταβολίζεις | καταβόλιζε | |
γ' ενικ. | καταβολίζει | καταβόλιζε | θα καταβολίζει | να καταβολίζει | ||
α' πληθ. | καταβολίζουμε | καταβολίζαμε | θα καταβολίζουμε | να καταβολίζουμε | ||
β' πληθ. | καταβολίζετε | καταβολίζατε | θα καταβολίζετε | να καταβολίζετε | καταβολίζετε | |
γ' πληθ. | καταβολίζουν(ε) | καταβόλιζαν καταβολίζαν(ε) |
θα καταβολίζουν(ε) | να καταβολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβόλισα | θα καταβολίσω | να καταβολίσω | καταβολίσει | ||
β' ενικ. | καταβόλισες | θα καταβολίσεις | να καταβολίσεις | καταβόλισε | ||
γ' ενικ. | καταβόλισε | θα καταβολίσει | να καταβολίσει | |||
α' πληθ. | καταβολίσαμε | θα καταβολίσουμε | να καταβολίσουμε | |||
β' πληθ. | καταβολίσατε | θα καταβολίσετε | να καταβολίσετε | καταβολίστε | ||
γ' πληθ. | καταβόλισαν καταβολίσαν(ε) |
θα καταβολίσουν(ε) | να καταβολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβολίσει | είχα καταβολίσει | θα έχω καταβολίσει | να έχω καταβολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβολίσει | είχες καταβολίσει | θα έχεις καταβολίσει | να έχεις καταβολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταβολίσει | είχε καταβολίσει | θα έχει καταβολίσει | να έχει καταβολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβολίσει | είχαμε καταβολίσει | θα έχουμε καταβολίσει | να έχουμε καταβολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβολίσει | είχατε καταβολίσει | θα έχετε καταβολίσει | να έχετε καταβολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβολίσει | είχαν καταβολίσει | θα έχουν καταβολίσει | να έχουν καταβολίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταβολίζω