καυσαλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυσαλγία οι καυσαλγίες
      γενική της καυσαλγίας των καυσαλγιών
    αιτιατική την καυσαλγία τις καυσαλγίες
     κλητική καυσαλγία καυσαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυσαλγία < καυσ(ος) + -αλγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυσαλγία θηλυκό

  • (ιατρική) πόνος, αίσθηση καψίματος / καύσου στο στόμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]