κεφαλαιο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεφαλαιο- < κεφάλαι(ο) + -ο-, (απόδοση) γαλλική capital ως πρώτου συνθετικού. Μορφή κεφαλαι- πριν από φωνήεντα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.fa.le.o/
Πρόθημα
[επεξεργασία]κεφαλαιο- ή κεφαλαι-