κηπευτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κηπευτική | ||
γενική | της | κηπευτικής | ||
αιτιατική | την | κηπευτική | ||
κλητική | κηπευτική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηπευτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κηπευτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηπευτική θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηπευτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κηπευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κηπευτικός