κλασικίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλασικίστρια < κλασικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλασικίστρια θηλυκό
- (φιλολογία) θηλυκό του κλασικιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλασικίστρια
|