κλαυτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /klaˈfta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλαυ‐τά
- τονικό παρώνυμο: κλαύ' τα
- παρώνυμο: κλεφτά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κλαυτά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαυτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλαυτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλαυτός