κοινοβιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινοβιάζω < μεσαιωνική ελληνική κοινοβιάζω[1] < ελληνιστική κοινή κοινόβιον[2], ουδέτερο του κοινόβιος < αρχαία ελληνική κοινός + βίος
Ρήμα[επεξεργασία]
κοινοβιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοινοβιασμός
- → δείτε τις λέξεις κοινόβιο, κοινός και βίος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοινοβιάζω | κοινοβίαζα | θα κοινοβιάζω | να κοινοβιάζω | κοινοβιάζοντας | |
β' ενικ. | κοινοβιάζεις | κοινοβίαζες | θα κοινοβιάζεις | να κοινοβιάζεις | κοινοβίαζε | |
γ' ενικ. | κοινοβιάζει | κοινοβίαζε | θα κοινοβιάζει | να κοινοβιάζει | ||
α' πληθ. | κοινοβιάζουμε | κοινοβιάζαμε | θα κοινοβιάζουμε | να κοινοβιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοινοβιάζετε | κοινοβιάζατε | θα κοινοβιάζετε | να κοινοβιάζετε | κοινοβιάζετε | |
γ' πληθ. | κοινοβιάζουν(ε) | κοινοβίαζαν κοινοβιάζαν(ε) |
θα κοινοβιάζουν(ε) | να κοινοβιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοινοβίασα | θα κοινοβιάσω | να κοινοβιάσω | κοινοβιάσει | ||
β' ενικ. | κοινοβίασες | θα κοινοβιάσεις | να κοινοβιάσεις | κοινοβίασε | ||
γ' ενικ. | κοινοβίασε | θα κοινοβιάσει | να κοινοβιάσει | |||
α' πληθ. | κοινοβιάσαμε | θα κοινοβιάσουμε | να κοινοβιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοινοβιάσατε | θα κοινοβιάσετε | να κοινοβιάσετε | κοινοβιάστε | ||
γ' πληθ. | κοινοβίασαν κοινοβιάσαν(ε) |
θα κοινοβιάσουν(ε) | να κοινοβιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοινοβιάσει | είχα κοινοβιάσει | θα έχω κοινοβιάσει | να έχω κοινοβιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοινοβιάσει | είχες κοινοβιάσει | θα έχεις κοινοβιάσει | να έχεις κοινοβιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοινοβιάσει | είχε κοινοβιάσει | θα έχει κοινοβιάσει | να έχει κοινοβιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοινοβιάσει | είχαμε κοινοβιάσει | θα έχουμε κοινοβιάσει | να έχουμε κοινοβιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοινοβιάσει | είχατε κοινοβιάσει | θα έχετε κοινοβιάσει | να έχετε κοινοβιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοινοβιάσει | είχαν κοινοβιάσει | θα έχουν κοινοβιάσει | να έχουν κοινοβιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινοβιάζω
|
- ↑ κοινοβιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κοινόβιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)