κολάπτω
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολάπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *qolə (τρυπώ, σκάβω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κολάπτω