κολάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολάπτω < κολ- (μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kel- χτυπώ) + -άπτω' όπως τα σκάπτω, κόπτω [1] ή κατ' άλλη άποψη ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

κολάπτω

  1. κτυπώ
  2. δαγκώνω
  3. σκαλίζω
  4. τσιμπώ με το ράμφος
  5. χαράσσω
  6. λαξεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κόλαφος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]