κομό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομό < (άμεσο δάνειο) ιταλική comò < γαλλική commode (άνετος) < λατινική commodus (εύχρηστος, κατάλληλος) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομό ουδέτερο άκλιτο

  • έπιπλο κρεβατοκάμαρας με συρτάρια για τη τακτοποίηση των ρούχων
    άλλες μορφές: κομός (αρσενικό, λαϊκότροπο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]