κορυβαντιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κορυβαντιῶ, Κορυβαντιῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορυβαντιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κορυβαντιῶ,[1] συνηρημένος τύπος του Κορυβαντιάω < Κορύβαντες, πληθυντικός του Κορύβας που τελούσαν τα θρησκευτικά καθήκοντά τους με έντονους θορύβους σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ɾi.van.diˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρυ‐βα‐ντι‐ώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κορυβαντιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

καθαρεύουσα:

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]