Κορύβαντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|
Κορῠβαντ- (Κορύβας) | |||
ονομαστική | οἱ | Κορύβᾰντες | |
γενική | τῶν | Κορυβᾰ́ντων | |
δοτική | τοῖς | Κορύβᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | Κορύβᾰντᾰς | |
κλητική ὦ! | Κορύβᾰντες | ||
δυϊκός | |||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κορύβᾰντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | Κορυβᾰ́ντοιν | |
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «γίγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Κορύβας
- (περιληπτικό) ιερείς της Κυβέλης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γίγας' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γίγας' στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γίγας' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (αρχαία ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)