κροταλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κροταλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροταλίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾo.taˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρο‐τα‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κροταλίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]