κυκλόραμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυκλόραμα τα κυκλοράματα
      γενική του κυκλοράματος των κυκλοραμάτων
    αιτιατική το κυκλόραμα τα κυκλοράματα
     κλητική κυκλόραμα κυκλοράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυκλόραμα ουδέτερο (και κυκλοράμα)

  1. αυτόφωτος ή ετερόφωτος τοίχος (οποιουδήποτε σχήματος ή υλικού) ή διαχωριστικό συνήθως παράστασης ή απλά διακοσμητικός
  2. προβολή ή σύστημα προβολής 360° όπου ο θεατής παρακολουθεί εντός του

Σημειώσεις[επεξεργασία]

τα πρώτα φωτεινά διακοσμητικά ή σκηνικά κυκλοράματα συνήθως παρουσίαζαν καμπύλωση,
στις μέρες αυτό δεν είναι απόλυτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]