λαγοθηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγοθηρία < λαγὸς + θηράω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγοθηρία θηλυκό
- το κυνήγι λαγών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγοθηρία
|