λοκαντιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοκαντιέρα | οι | λοκαντιέρες |
γενική | της | λοκαντιέρας | — | |
αιτιατική | τη | λοκαντιέρα | τις | λοκαντιέρες |
κλητική | λοκαντιέρα | λοκαντιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοκαντιέρα < λοκαντιέρης + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοκαντιέρα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του λοκαντιέρης
- Η λοκαντιέρα (Τίτλος θεατρικού έργου του Κάρλο Γκολντόνι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λοκάντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοκαντιέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)