μακρομύτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακρομύτα οι μακρομύτες
      γενική της μακρομύτας
    αιτιατική τη μακρομύτα τις μακρομύτες
     κλητική μακρομύτα μακρομύτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακρομύτα < θηλυκό του μακρομύτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακρομύτα

  • η γυναίκα της οποίας η μύτη έχει μήκος μεγαλύτερο από του μέσου όρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]