μαριουπολίτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαριουπολίτικα | ||
γενική | των | μαριουπολίτικων | ||
αιτιατική | τα | μαριουπολίτικα | ||
κλητική | μαριουπολίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαριουπολίτικα < Μαριούπολη (πόλη στη νότια Ουκρανία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαριουπολίτικα ουδέτερο, μόνο πληθυντικός
- (γλώσσα) διάλεκτος ελληνικής προέλευσης της περιοχής της Μαριούπολης, που έχει κοινά ισόγλωσσα με την ποντιακή και με γλωσσικές ποικιλίες της καππαδοκικής διαλέκτου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Διονύσιος Μερτίρης και Μαξίμ Κισιλιέρ, «Η γενική στη μαριουπολίτικη διάλεκτο: Διατήρηση και απώλεια», Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα 37 (Ιανουάριος 2017), σσ. 465-476, ιδίως 465 & 466. Διαθέσιμο στο academia.edu· πρόσβαση: 2020-06-17.
- Deutsche Arbeitsgemeinschaft zur Förderung byzantinischer Studien. Publikationsliste 2003 (Πανεπιστήμιο του Μάιντς «Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ», Σεμινάριο Ιστορίας V), σ. 10. Διαθέσιμο στον ιστότοπο του Deutsche Arbeitsgemeinschaft zur Förderung Byzantinischer Studien· πρόσβαση: 2020-06-17.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαριουπολίτικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαριουπολίτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μαριουπολίτικος