μαριόλικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαριόλικα < μαριόλικ(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maɾˈʝo.li.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ριό‐λι‐κα
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαριόλικα
- με τρόπο μαριόλικο, με απάτες, με κατεργαριές, ύπουλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαριόλικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαριόλικα
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μαριόλικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαριόλικο, ουδέτερο του μαριόλικος