μασέζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μασέζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική masseuse, θηλυκό του masseur [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈsez/ ή με τη γαλλική προφορά → δείτε τη λέξη masseuse
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐σέζ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μασέζ θηλυκό άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μασέρ

Αναφορές[επεξεργασία]