μεσοβραδύπορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεσοβραδύπορα | ||
γενική | των | μεσοβραδύπορων & μεσοβραδυπόρων | ||
αιτιατική | τα | μεσοβραδύπορα | ||
κλητική | μεσοβραδύπορα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοβραδύπορα < μεσο- + βραδύπορα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Mesotardigrada)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοβραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) τάξη μικρών αρθρωτών ζώων που ανήκουν στην συνομοταξία των βραδυπόρων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Mesotardigrada στο species.wikimedia.org
- Βραδύπορα στη Βικιπαίδεια
- Mesotardigrada στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοβραδύπορα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεσο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)