μεσοβραδύπορα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεσοβραδύπορα
      γενική των μεσοβραδύπορων
μεσοβραδυπόρων
    αιτιατική τα μεσοβραδύπορα
     κλητική μεσοβραδύπορα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσοβραδύπορα < μεσο- + βραδύπορα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Mesotardigrada)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσοβραδύπορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]