μεσοκαιρίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοκαιρίτισσα < μεσοκαιρίτης + -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοκαιρίτισσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) θηλυκό του μεσοκαιρίτης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοκαιρίτισσα
|