μικρολωποδύτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρολωποδύτισσα < μικρολωποδύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρολωποδύτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μικρολωποδύτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρολωποδύτισσα
|