μονοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοφαγία οι μονοφαγίες
      γενική της μονοφαγίας των μονοφαγιών
    αιτιατική τη μονοφαγία τις μονοφαγίες
     κλητική μονοφαγία μονοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοφαγία < μονο- + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοφαγία θηλυκό

  • η κατανάλωση μόνο ενός είδους φαγητού (για παράδειγμα σε δίαιτα)
    ※  Παγίδες κρύβονται σε κάθε μορφής μονοφαγία. Ο οργανισμός χρειάζεται όλες τις τροφές - λένε οι ειδικοί- και καταδικάζουν τις δίαιτες που περιλαμβάνουν αποκλειστικά ψάρι, κρέας ή σαλάτες ([1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]