μουγκανητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουγκανητό τα μουγκανητά
      γενική του μουγκανητού των μουγκανητών
    αιτιατική το μουγκανητό τα μουγκανητά
     κλητική μουγκανητό μουγκανητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

το μουγκανητό (el) ουδέτερο

  • ήχος ζωντανού όντος (μεταφορικά και για οτιδήποτε) συνήθως λιγότερο ηχηρός από κραυγή, άναρθρος ήχος, βομβώδης μη αρμονικός ήχος συνήθως πιο μπάσος και με μεγαλύτερη διάρκεια από το σκούξιμο, σιγανό γκάρισμα, βογγητό-βογκητό-βόγγος-βόγκος αλλά όχι αναγκαστικά συνδεδεμένα με πόνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]