μπατίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπατίρω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باتيرمق (τουρκική batırmak, βυθίζω, κάνω να χρεοκοπήσει), batır + ,[1][2][3] παθητικός τύπος: باتمق‎ (batmak, βυθίζομαι, χρεοκοπώ) < πρωτοτουρκική *bat- (βυθίζω) [4]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈti.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐τί‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπατίρω, αόρ.: μπατίρισα, μτχ.π.π.: μπατιριμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μπατιρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 315 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  3. μπατίρης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. Reconstruction:Proto-Turkic/bat- στο αγγλικό Βικιλεξικό